Τρίτη 4 Δεκεμβρίου 2012















Kι αυτός ο στίχος!






Ήταν ένας στίχος που μου τρωγε το κεφάλι
κουφάλα λέξη
Σ’ ένιωθα να γλείφεις το κενό και να πονάω σαν έρημη γυναίκα που ζητά στοργή και βρίσκει χρήμα.

Κατάντια λέξη, ανύπαρκτη, ναι! δεν υπάρχει, κατάντια λέξη!
Ένας στρόβιλος υπόκωφος σε κάθε ζήση, ένας μικρός ύφαλος ζωής στο θάνατο που ζούμε
Κι εκεί, της μοίρας τα καμώματα, ίδια κλαψούρισμα σκυλιού καθώς ζητά τροφή, ή ελευθερία.

Με κοιτάζει. Ανήσυχα αλυχτά - με βλέπει κι εγώ δεν απαντώ ούτε με βλέμμα
Για να μην πω
Αυτό που είναι βγαλμένο και δεμένο μακριά από λέξεις -
Στυγερό στιλέτο βουτηγμένο σ’ αιμάτινη μελάνη και κρουστάλλους
Τα κρύσταλλα που σπάζουν μέσα έχουν μονάχη σιωπή κι αντρίκεια απελπισία
Γεννούν παραναλώματα γελοίων συνειρμών
Βρισιές καθηγητών εν μέσω τάξης, ακάνθινα στεφάνια της λαϊκής που τα φορώ στον όπιο και στο χασί του κάθε δρόμου,
Όταν αυτά εμφανίζονται σε μέρες δόξας. Δόξα και δοξασία, πείνα και δίψα…

Πεινώ,
το ρήμα κάποτε
Διψώ, κι αιμοσταγή μαχαίρια οι χαρές μου.
Ο στίχος, δυσορθόγραφος, φωνάζει:
ανασύρσου
αναστάτωσε
σκέβρωσε το κορμί μου σε παρακαλώ,
μ’ αλήθεια.


655      25 - 11- 2007

Eλένη Κονδύλη