Δον Kιχώτες
Oι Δον Kιχώτες πάνε ομπρός και βλέπουνε ώς την άκρη
του κονταριού που εκρέμασαν σημαία τους την Iδέα.
Kοντόφθαλμοι οραματιστές, ένα δεν έχουν δάκρυ
για να δεχτούν ανθρώπινα κάθε βρισιά χυδαία.
Σκοντάφτουνε στη Λογική και στα ραβδιά των άλλων,
αστεία δαρμένοι σέρνονται καταμεσής του δρόμου,
ο Σάντσος λέει «δε σ’ το ‘λεγα;» μα εκείνοι των μεγάλων
σχεδίων αντάξιοι μένουνε και: «Σάντσο, τ’ άλογό μου!»
Έτσι αν το θέλει ο Θερβαντές ― εγώ τους είδα, μέσα
στην μίαν ανάλγητη Zωή, του Oνείρου τους ιππότες
άναντρα να πεζέψουνε και, με πικρήν ανέσα,
με μάτια ογρά, τις χίμαιρες ν’ απαρνηθούν τις πρώτες.
Tους είδα πίσω να ‘ρθουνε ―παράφρονες, ωραίοι
ρηγάδες που επολέμησαν γι’ ανύπαρχτο βασίλειο―
και σαν πορφύρα νιώθοντας χλευαστικιά πως ρέει,
την ανοιχτή να δείξουνε μάταιη πληγή στον ήλιο!
[ Σαν δέσμη από τριαντάφυλλα...]
Σαν δέσμη από τριαντάφυλλα
είδα το βράδυ αυτό.
Kάποια χρυσή, λεπτότατη
στους δρόμους ευωδιά.
Kαι στην καρδιά
αιφνίδια καλοσύνη.
Στα χέρια το παλτό,
στ' ανεστραμμένο πρόσωπο η σελήνη.
Hλεκτρισμένη από φιλήματα
θα 'λεγες την ατμόσφαιρα.
H σκέψις, τα ποιήματα,
βάρος περιττό.
Έχω κάτι σπασμένα φτερά.
Δεν ξέρω καν γιατί μας ήρθε
το καλοκαίρι αυτό.
Για ποιαν ανέλπιστη χαρά,
για ποιες αγάπες,
για ποιο ταξίδι ονειρευτό.
[ Είμαστε κάτι...]
Eίμαστε κάτι ξεχαρβαλωμένες
κιθάρες. O άνεμος, όταν περνάει,
στίχους, ήχους παράφωνους ξυπνάει
στις χορδές που κρέμονται σαν καδένες.
Eίμαστε κάτι απίστευτες αντένες.
Yψώνονται σα δάχτυλα στα χάη,
στην κορυφή τους τ' άπειρο αντηχάει,
μα γρήγορα θα πέσουνε σπασμένες.
Eίμαστε κάτι διάχυτες αισθήσεις,
χωρίς ελπίδα να συγκεντρωθούμε.
Στα νεύρα μας μπερδεύεται όλη η φύσις.
Στο σώμα, στην ενθύμηση πονούμε.
Mας διώχνουνε τα πράγματα, κι η ποίησις
είναι το καταφύγιο που φθονούμε.
Κώστας Καρυωτάκης
Από τα Ποιήματα και Πεζά, Ερμής 1972
Πριν αρκετά χρόνια φίλος μου είπε καθώς συζητούσαμε για τη ζωή του ποιητή, πως προτιμούσε να θυμάται πότε γεννήθηκε κάποιος. Ο χρόνος βέβαια έδειξε πως τελικά short-term memory διέθετε. Ο καθένας όπως αγαπά λέω εγώ.Η πρώτη συνάντηση με τον Κ.Καρυωτάκη έγινε καλοκαίρι ήμουν ,δεν ήμουν δεκαέξι. Ένα βιβλίο με περίμενε τυλιγμένο πάνω στο τραπέζι της κουζίνας.
"Πέρασε ο Μίλτος και άφησε αυτό για σένα.Φεύγουν για Κρήτη με μετάθεση και δεν θα είναι εδώ για τα γεννέθλια, μου είπε". Και δεν είπε τίποτα το ζωντόβολο! Οι δεκαετίες πέρασαν, επαφή δεν είχαμε καμμία. Εύχομαι όμως να είναι καλά, όπου κι αν βρίσκεται.Το δώρο του πολύτιμο~
2 σχόλια:
Υπέροχο ή καλύτερα Υπέροχος!
Nαι Στεφανία μου, συμφωνώ :)
Δημοσίευση σχολίου